-ούχος
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ούχος < έχω [1] → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ούχος
- Κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν τον κάτοχο αυτού που δηλώνεται από το πρώτο συνθετικό της λέξης.
- Κατάληξη επιθέτων που δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό περιέχει αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό του επιθέτου.
- Παραδείγματα
- σοκολατούχο γάλα
- ανθρακούχο ποτό
- βαριούχο διάλυμα κλπ
- Παραδείγματα
- Κατάληξη λέξεων που λήγουν σε -ούχος, -ουχός
- αδειούχος -ος / -α -ο
- αεριούχος -ος / -α -ο
- αζωτούχος -ος / -α -ο
- αλατούχος -ος / -α -ο
- αλευρούχος -α / -ος -ο
- αλκοολούχος -α / -ος -ο
- αξιωματούχος ο, (θηλ. αξιωματούχος)
- αριστούχος -ος / -α -ο
- ασβεστούχος -ος / -α -ο
- βιταμινούχος -α / -ος -ο
- βοηθηματούχος
- γηπεδούχος -ος / -α -ο
- δαδούχος
- δικαιούχος ο, (θηλ. δικαιούχος)
- διπλωματούχος -ος / -α -ο
- δισεκατομμυριούχος ο, (θηλ. δισεκατομμυριούχος, δισεκατομμυριούχα)
- εκατομμυριούχος ο, (θηλ. εκατομμυριούχος, εκατομμυριούχα)
- εξοδούχος
- επιδοματούχος ο, (θηλ. επιδοματούχος)
- ευνούχος, (ο)
- ιωδιούχος -ος / -α -ο
- καλιούχος -ος / -α -ο
- κεφαλαιούχος
- κλειδούχος
- κληρούχος
- κυανιούχος -α / -ος -ο
- κυπελλούχος ο, (θηλ. κυπελλούχος, κυπελλούχα)
- λεμβούχος
- λευκωματούχος -α / -ος -ο
- λεωφορειούχος
- μολυβδούχος -α / -ος -ο
- μουνούχος
- μπουχός
- νικελιούχος -ος / -α -ο
- οικοπεδούχος ο, (θηλ. οικοπεδούχος)
- οινοπνευματούχος -α / -ος -ο
- ομολογιούχος ο, (θηλ. ομολογιούχος)
- οξυγονούχος -α / -ος -ο
- οπιούχος -α / -ος -ο
- παραπηγματούχος
- περιπτερούχος ο, (θηλ. περιπτερούχος)
- πηδαλιούχος
- πολιούχος ο, (θηλ. πολιούχος)
- πολυεκατομμυριούχος ο, (θηλ. πολυεκατομμυριούχος, πολυεκατομμυριούχα)
- πρατηριούχος ο, (θηλ. πρατηριούχος)
- προσοντούχος -ος / -α -ο
- πρωτεϊνούχος -α / -ος -ο
- πτυχιούχος ο, (θηλ. πτυχιούχος)
- ραβδούχος
- ρητινούχος -α / -ος -ο
- σιδηρούχος -α / -ος -ο
- συμβασιούχος -ος / -α -ο
- συνταξιούχος ο, (θηλ. συνταξιούχος)
- τετραχλωριούχος -ος -ο
- τιμαριούχος
- τιτλούχος -ος / -α -ο
- υδραργυρούχος -ος / -α -ο
- φθοριούχος -ος / -α -ο
- χλωριούχος -ος / -α -ο
- ↑ «-ούχος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.