Ετυμολογία 1

επεξεργασία

-ούχος αρσενικό ή θηλυκό

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

-ούχος, -ος/-α, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • -ούχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)