πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συστατικό τα συστατικά
      γενική του συστατικού των συστατικών
    αιτιατική το συστατικό τα συστατικά
     κλητική συστατικό συστατικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συστατικό ουδέτερο

  1. στοιχείο ενός συνόλου
  2. υλικό το οποίο περιέχεται σε ένα σώμα ή χρησιμοποιήθηκε στην παρασκευή του

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία