συστατικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συστατικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συστατικός < αρχαία ελληνική συστατικός < συνίστημι < σύν + ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂- (ἵστημι)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συστατικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συστατικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
συστατικό
- αιτιατική ενικού του συστατικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συστατικός