↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλωριούχος η χλωριούχος
χλωριούχα
το χλωριούχο
      γενική του χλωριούχου της χλωριούχου
χλωριούχας
του χλωριούχου
    αιτιατική τον χλωριούχο τη χλωριούχο
χλωριούχα
το χλωριούχο
     κλητική χλωριούχε χλωριούχε
χλωριούχα
χλωριούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλωριούχοι οι χλωριούχοι
χλωριούχες
τα χλωριούχα
      γενική των χλωριούχων των χλωριούχων των χλωριούχων
    αιτιατική τους χλωριούχους τις χλωριούχους
χλωριούχες
τα χλωριούχα
     κλητική χλωριούχοι χλωριούχοι
χλωριούχες
χλωριούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλωριούχος < χλώρι(ο) + -ούχος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική chloré [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

χλωριούχος, -ος/-α, ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία