τατζικικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τατζικικά | ||
γενική | των | τατζικικών | ||
αιτιατική | τα | τατζικικά | ||
κλητική | τατζικικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τατζικικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό