φιάλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιάλη | οι | φιάλες |
γενική | της | φιάλης | των | φιαλών |
αιτιατική | τη | φιάλη | τις | φιάλες |
κλητική | φιάλη | φιάλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιάλη και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fiole[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fiˈa.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐ά‐λη
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιάλη θηλυκό
- γυάλινο ή πλαστικό κυλινδρικό δοχείο με κλειστό λαιμό για υγρά, μπουκάλι, μποτίλια
- μεγάλο σιδερένιο δοχείο για αποθήκευση αερίων σε υγρή μορφή
- μία μονάδα αίματος για αιμοδοσία
- (αρχαιολογία, κεραμική) ανοιχτό ρηχό αγγείο σε σχήμα δίσκου, πιατάκι
- (αρχαιολογία, κεραμική) ραμφόστομη φιάλη: η "σαλτσιέρα" ή κύμβη
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μποτίλια
επεξεργασία
- ↑ φιάλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φῐᾰλα- | |||||
ονομαστική | ἡ | φιάλη | αἱ | φιάλαι | |
γενική | τῆς | φιάλης | τῶν | φιαλῶν | |
δοτική | τῇ | φιάλῃ | ταῖς | φιάλαις | |
αιτιατική | τὴν | φιάλην | τὰς | φιάλᾱς | |
κλητική ὦ! | φιάλη | φιάλαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιάλᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φιάλαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιάλη < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν συγγενής ρίζα με το φιαρός (στιλπνός, λιπαρός) ή τα "πίνω" και "πίων" (ελαιώδες, εύφορο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιάλη θηλυκό
- (κεραμική) αγγείο για διάφορες χρήσεις
- σκεύος σαν μικρή λεκάνη, για τηγάνισμα-βράσιμο
- φάτνωμα, κοίλο κόσμημα της οροφής, αναφέρεται και ως φιέλη
- (μεταφορικά) για την ασπίδα
- ↪ φιάλη Ἄρεως (η ασπίδα)
Εκφράσεις επεξεργασία
- τό ἐκ φιάλης εἰσόδημα : πιθανόν όταν συγκέντρωναν χρήματα μέσα σε μια λεκάνη ή φιάλη
επεξεργασία
- φιαλίδιον (υποκοριστικό)
- φιαλίς, φιαλίδος (υποκοριστικό)
- φιαλίσκος
- φιαλίσκη και φιαλίσκα (δωρικός τύπος, υποκοριστικό)
- φιαλόω (σκάβω σκάμμα σε σχήμα φιάλης)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φιάλῃ : τύπος του ρήματος "φιάλλω" που σήμαινε αναλαμβάνω ή καταπιάνομαι με κάτι
Πηγές επεξεργασία
- φιάλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιάλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.