σκάμμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκάμμα | τα | σκάμματα |
γενική | του | σκάμματος | των | σκαμμάτων |
αιτιατική | το | σκάμμα | τα | σκάμματα |
κλητική | σκάμμα | σκάμματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκάμμα < αρχαία ελληνική σκάμμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκάμμα < σκάπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκάμμα ουδέτερο
- σκαμμένο μέρος
- λάκκος