Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
σκάμμα σε στάδιο του Χονγκ Κονγκ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάμμα τα σκάμματα
      γενική του σκάμματος των σκαμμάτων
    αιτιατική το σκάμμα τα σκάμματα
     κλητική σκάμμα σκάμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκάμμα < αρχαία ελληνική σκάμμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκάμμα ουδέτερο

  1. μέρος που έχει σκαφτεί, αποτέλεσμα το σκάβω
  2. λάκκος
  3. (αθλητισμός) σκαμμένο τμήμα εδάφους, γεμισμένο με άμμο, που χρησιμεύει κυρίως στα άλματα εις μήκος

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκάμμα < σκάπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκάμμα ουδέτερο

  1. σκαμμένο μέρος
  2. λάκκος