sable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsable (en)
Επίθετο
επεξεργασίαsable (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sable | sables |
sable (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης : sablé |
sable (en)
sable (en)
ενικός | πληθυντικός |
sable | sables |
sable (fr) αρσενικό