Δείτε τις παραλλαγές άμμος, ἄμμος, ἅμμος, ἆμος, Ἄμος, ἁμός, Ἀμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άμμος οι άμμοι
      γενική της άμμου των άμμων
    αιτιατική την άμμο τις άμμους
     κλητική άμμε
(άμμο)
άμμοι
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πατημασιές στην άμμο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άμμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄμμος < αρχαία ελληνική ἄμμος[1]ἄμαθος, συνώνυμα: ψάμμος και ψάμαθος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άμ‐μος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άμμος θηλυκό

  1. (γεωλογία) πέτρωμα που έχει τριφτεί σε πολύ μικρούς κόκκους και καλύπτει συνήθως παραλίες, όχθες λιμνών και ποταμών, το βυθό της θάλασσας καθώς και ερήμους
    ⮡  Τα παιδάκια έπαιζαν με τα κουβαδάκια τους στην παραλία φτιάχνοντας πύργους με άμμο.
    ⮡  Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια.
    ⮡  Η άμμος χρησιμοποιείται και ως οικοδομικό υλικό.
  2. αμμώδες έδαφος
     συνώνυμα: αμμουδιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άμμος οι άμμοι
      γενική του άμμου των άμμων
    αιτιατική τον άμμο τους άμμους
     κλητική άμμε άμμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

άμμος σπάνιο ως αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία