ἁμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- ἁμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sṃ- (δείτε και ἅμα). Συγγενές με τα γοτθικά sums (κάποιος), suman (κάποτε)
Αντωνυμία
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
Αντωνυμία
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἁμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.