σφέτερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Αντωνυμία
επεξεργασία
σφέτερος, -α, -ον
- δικός τους (για πολλούς κτήτορες)
- (σπάνιο) δικός του
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 90 (89-92)
- τοῦ μὲν φρένας ἐξέλετο Ζεύς, | ὃς προλιπὼν σφέτερόν τε δόμον σφετέρους τε τοκῆας | ᾤχετο τιμήσων ἀλιτήμενον Εὐρυσθῆα, | σχέτλιος·
- Κι εκείνου τα μυαλά τα πήρε ο Δίας | κι άφησε πίσω του το σπίτι, τους γονιούς | κι έφυγε να τιμήσει τον ασεβή Ευρυσθέα, | ο δόλιος.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τοῦ μὲν φρένας ἐξέλετο Ζεύς, | ὃς προλιπὼν σφέτερόν τε δόμον σφετέρους τε τοκῆας | ᾤχετο τιμήσων ἀλιτήμενον Εὐρυσθῆα, | σχέτλιος·
- ≈ συνώνυμα: ἑός, ὅς
- ※ 5ος αιώνας πκε Πίνδαρος, Ολυμπιόνικοι, 13, 60-62
- Ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί. Τοῖσι μέν ἐξεύχετ’ ἐν ἄστεϊ Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον
- → λείπει η μετάφραση
- Ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί. Τοῖσι μέν ἐξεύχετ’ ἐν ἄστεϊ Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 90 (89-92)
- (σπάνιο) δικός μου
- (σπάνιο) δικός μας
- (σπάνιο) δικός σου
- (σπάνιο) δικός σας
Κτητικές αντωνυμίες
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- σφέτερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφέτερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.