σφέτερος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | σφέτερος | σφετέρα | σφέτερον | σφέτεροι | σφέτεραι | σφέτερα |
Γενική | σφετέρου | σφετέρας | σφετέρου | σφετέρων | σφετέρων | σφετέρων |
Δοτική | σφετέρῳ | σφετέρᾳ | σφετέρῳ | σφετέροις | σφετέραις | σφετέροις |
Αιτιατική | σφέτερον | σφετέραν | σφέτερον | σφετέρους | σφετέρας | σφέτερα |
Κλητική | σφέτερε | σφετέρα | σφέτερον | σφέτεροι | σφέτεραι | σφέτερα |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | σφετέρω | σφετέρα | ||||
Γενική-Δοτική | σφετέροιν | σφετέραιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
σφέτερος, -α, -ον
- δικός τους (για πολλούς κτήτορες)
- (σπάνιο) δικός του
- ≈ συνώνυμα: ἑός, ὅς
- ※ ζῶε δ’ ἀγαλλόμενος σὺν ἐυσφύρῳ Ἠλεκτρυώνῃ, / ᾗ ἀλόχῳ· τάχα δ’ ἄμμες ἐπιπλομένων ἐνιαυτῶν / γεινόμεθ’ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιοι οὔτε νόημα, / σός τε πατὴρ καὶ ἐγώ· τοῦ μὲν φρένας ἐξέλετο Ζεύς, / ὃς προλιπὼν σφέτερόν τε δόμον σφετέρους τε τοκῆας / ᾤχετο τιμήσων ἀλιτήμενον Εὐρυσθῆα, / σχέτλιος (Ησίοδος, Ἀσπίς, 86-92)
- ※ Ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί. Τοῖσι μέν ἐξεύχετ’ ἐν ἄστεϊ Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον (Πίνδαρος, Ολυμπιόνικοι, 13, 60-62)
- (σπάνιο) δικός μου
- (σπάνιο) δικός μας
- (σπάνιο) δικός σου
- (σπάνιο) δικός σας
Κτητικές αντωνυμίεςΕπεξεργασία
Για έναν κτήτοραΕπεξεργασία
- α' πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (δικός μου, δική μου, δικό μου)
- β' πρόσωπο: σός, σή, σόν (δικός σου, δική σου, δικό σου)
- γ' πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑόν (δικός του, δική του, δικό του)
Για πολλούς κτήτορεςΕπεξεργασία
- α' πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (δικός μας, δική μας, δικό μας)
- β' πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (δικός σας, δική σας, δικό σας)
- γ' πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (δικός τους, δική τους, δικό τους)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- «σφέτερος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «σφέτερος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.