γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική      ός      ή      όν
      γενική οῦ ῆς οῦ
      δοτική
    αιτιατική όν ήν όν
     κλητική !
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      οί      αί      ᾰ́
      γενική ῶν ῶν ῶν
      δοτική οῖς αῖς οῖς
    αιτιατική ούς ᾱ́ς ᾰ́
     κλητική !
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      ώ      ᾱ́      ώ
      γεν-δοτ οῖν αῖν οῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' - Παράρτημα#Αντωνυμίες

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἑός < τύπος *sewo- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé (αντωνυμία: εαυτός, ἑός). Συγγενή: λατινική suus. Συγκρίνετε με το ὅς.

  Αντωνυμία

επεξεργασία

ἑός, -ή, -όν

Κτητικές αντωνυμίες

επεξεργασία

Για έναν κτήτορα

επεξεργασία

Για πολλούς κτήτορες

επεξεργασία


  • ἑός στο αγγλικό Βικιλεξικό