ἑός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ἐός | ἐή | ἐόν | ἐοί | ἐαί | ἐά |
Γενική | ἐοῦ | ἐῆς | ἐοῦ | ἐῶν | ἐῶν | ἐῶν |
Δοτική | ἐῷ | ἐῇ | ἐῷ | ἐοῖς | ἐαῖς | ἐοῖς |
Αιτιατική | ἐόν | ἐήν | ἐόν | ἐούς | ἐάς | ἐά |
Κλητική | ἐέ | ἐή | ἐόν | ἐοί | ἐαί | ἐά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐώ | ἐά | ||||
Γενική-Δοτική | ἐοῖν | ἐαῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἑός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sewo < *swé (ἑός)
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
ἑός, -ή, -όν
Κτητικές αντωνυμίεςΕπεξεργασία
Για έναν κτήτοραΕπεξεργασία
- α' πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (δικός μου, δική μου, δικό μου)
- β' πρόσωπο: σός, σή, σόν (δικός σου, δική σου, δικό σου)
- γ' πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑόν (δικός του, δική του, δικό του)