ἡμέτερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἡμέτερος < ἡμεῖς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wéy, ονομαστική πληθυντικού τού *éǵh₂
Αντωνυμία
επεξεργασίαἡμέτερος, -α, -ον
- δικός μας (για πολλούς κτήτορες)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 45
- ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 45
Κτητικές αντωνυμίες
επεξεργασίαΓια έναν κτήτορα
επεξεργασία- α' πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (δικός μου, δική μου, δικό μου)
- β' πρόσωπο: σός, σή, σόν (δικός σου, δική σου, δικό σου)
- γ' πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑόν (δικός του, δική του, δικό του)
Για πολλούς κτήτορες
επεξεργασία- α' πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (δικός μας, δική μας, δικό μας)
- β' πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (δικός σας, δική σας, δικό σας)
- γ' πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (δικός τους, δική τους, δικό τους)
Πηγές
επεξεργασία- ἡμέτερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡμέτερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.