σός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | σός | σή | σόν | |||
γενική | σοῦ | σῆς | σοῦ | |||
δοτική | σῷ | σῇ | σῷ | |||
αιτιατική | σόν | σήν | σόν | |||
κλητική ὦ! | — | — | — | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | σοί | σαί | σᾰ́ | |||
γενική | σῶν | σῶν | σῶν | |||
δοτική | σοῖς | σαῖς | σοῖς | |||
αιτιατική | σούς | σᾱ́ς | σᾰ́ | |||
κλητική ὦ! | — | — | — | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | σώ | σᾱ́ | σώ | |||
γεν-δοτ | σοῖν | σαῖν | σοῖν | |||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' - Παράρτημα#Αντωνυμίες |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σός < σύ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *túh₂
Αντωνυμία
επεξεργασία- (κτητική αντωνυμία) β΄προσώπου για έναν κτήτορα: ο δικός σου, η δική σου, το δικό σου
- ⮡ πάτερ, σός εἰμι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 202
- ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα
- μόν' ὁ καημός σου κι ἡ ἔννοια σου, μὰ κι ἡ καλή σου ἡ γνώμη (μετάφραση Εφταλιώτη, λ 202)
- ⮡ τὸ σὸν γέρας (το δικό σου δώρο)
- ※ καὶ γὰρ ὀρθῶς τῶν γε σῶν τελεῖς ὕπερ (Σοφοκλής, 'Οιδίπους Τύραννος, 1448)
- και θα τελέσεις σωστά το τυπικό για τους δικούς σου <ανθρώπους>)
- σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων (δική σου δουλειά είναι να σωπάσεις και να μείνεις μέσα στο σπίτι)
- ⮡ Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν (από τη θεία λειτουργία του Χρυσοστόμου)
- σε εσένα προσφέρουμε τα δικά σου που είναι τμήμα των δικών σου. (αυτό που προσφέρουμε στο Θεό δεν είναι δικό μας, ουσιαστικά είναι μέρος από τα δικά του "υπάρχοντα" γιατί όλα ανήκουν σε εκείνον)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 202
Κτητικές αντωνυμίες
επεξεργασίαΓια έναν κτήτορα
επεξεργασία- α' πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (δικός μου, δική μου, δικό μου)
- β' πρόσωπο: σός, σή, σόν (δικός σου, δική σου, δικό σου)
- γ' πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑόν (δικός του, δική του, δικό του)
Για πολλούς κτήτορες
επεξεργασία- α' πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (δικός μας, δική μας, δικό μας)
- β' πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (δικός σας, δική σας, δικό σας)
- γ' πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (δικός τους, δική τους, δικό τους)
Πηγές
επεξεργασία- σός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.