σως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σως < απροσάρμοστο οπτικό δάνειο από τη γαλλική sauce
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σως θηλυκό, άκλιτο
- (γαστρονομία) μη απλοποιημένη γραφή του σος, η σάλτσα
Άλλες γραφές
επεξεργασία- σώς (πολυτονικό σύστημα, πριν από την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982)