Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σως < απροσάρμοστο ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική sauce

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σως θηλυκό, άκλιτο