σάλτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σάλτσα | οι | σάλτσες |
γενική | της | σάλτσας | των | σαλτσών |
αιτιατική | τη | σάλτσα | τις | σάλτσες |
κλητική | σάλτσα | σάλτσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάλτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική salsa < λατινική salsus < salio < sal < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂l- (άρτυμα στα ελληνικά).
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάλτσα θηλυκό
- παχύρρευστο μαγειρικό παρασκεύασμα από λάδι, ντομάτα ή κρέμα γάλακτος και άλλα υλικά που περιχύνεται πάνω από φαγητό
- (μεταφορικά) σχήματα λόγου και περίτεχνες διατυπώσεις, που χρησιμεύουν ως εισαγωγή και συχνά χρησιμοποιούνται για να εξωραΐσουν μια κατάσταση
- άσε τις πολλές σάλτσες και μπες στην ουσία