Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παχύρρευστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παχύρρευστ
ος
η
παχύρρευστ
η
το
παχύρρευστ
ο
γενική
του
παχύρρευστ
ου
της
παχύρρευστ
ης
του
παχύρρευστ
ου
αιτιατική
τον
παχύρρευστ
ο
την
παχύρρευστ
η
το
παχύρρευστ
ο
κλητική
παχύρρευστ
ε
παχύρρευστ
η
παχύρρευστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παχύρρευστ
οι
οι
παχύρρευστ
ες
τα
παχύρρευστ
α
γενική
των
παχύρρευστ
ων
των
παχύρρευστ
ων
των
παχύρρευστ
ων
αιτιατική
τους
παχύρρευστ
ους
τις
παχύρρευστ
ες
τα
παχύρρευστ
α
κλητική
παχύρρευστ
οι
παχύρρευστ
ες
παχύρρευστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παχύρρευστος
<
παχύ-
+
-ρ-
+
ρευστός
Επίθετο
επεξεργασία
παχύρρευστος
που είναι
πηχτός
, που ρέει
δύσκολα
,
αργά
Συνώνυμα
επεξεργασία
ιξώδης
πυκνόρρευστος
δύσρευστος
(
αρχαία ελληνική
)
Αντώνυμα
επεξεργασία
λεπτόρρευστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παχύρρευστος
αγγλικά
:
viscid
(en)
,
viscous
(en)
,
thickflowing
(en)
γαλλικά
:
visqueux
(fr)