↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παχύρρευστος η παχύρρευστη το παχύρρευστο
      γενική του παχύρρευστου της παχύρρευστης του παχύρρευστου
    αιτιατική τον παχύρρευστο την παχύρρευστη το παχύρρευστο
     κλητική παχύρρευστε παχύρρευστη παχύρρευστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παχύρρευστοι οι παχύρρευστες τα παχύρρευστα
      γενική των παχύρρευστων των παχύρρευστων των παχύρρευστων
    αιτιατική τους παχύρρευστους τις παχύρρευστες τα παχύρρευστα
     κλητική παχύρρευστοι παχύρρευστες παχύρρευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παχύρρευστος < παχύ- + ρευστός (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική dickflüßig[1] / dickflüssig)

  Επίθετο

επεξεργασία

παχύρρευστος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. παχύρρευστοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)