Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργά < μεσαιωνική ελληνική ἀργά < ἀργός

  Επίρρημα επεξεργασία

αργά

Περπατάει αργά, σα χελώνα!

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

αργά

  1. σε προχωρημένη ώρα
     αντώνυμα: νωρίς
    Χαμήλωσε τον ήχο, είναι αργά!
  2. μετά από την κανονική ή αναμενόμενη ώρα, με μεγάλη καθυστέρηση, καθυστερημένα
     συνώνυμα: παράκαιρα, καθυστερημένα
     αντώνυμα: έγκαιρα (εγκαίρως), νωρίς, πρόωρα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • αργά και πού

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αργά