αβίαστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβίαστα < επίθετο αβίαστος
Επίρρημα επεξεργασία
αβίαστα
- χωρίς πίεση, καταναγκασμό ή βιασύνη, ελεύθερα, ήρεμα
- Ο χρόνος κύλησε αβίαστα.
- αυθόρμητα, φυσικά, εύκολα
- Η αντίδρασή του ήρθε αβίαστα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβίαστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβίαστος