Ετυμολογία

επεξεργασία
αβίαστα < αβίαστ(ος) +

Επίρρημα

επεξεργασία

αβίαστα (τροπικό επίρρημα)

  1. χωρίς πίεση, καταναγκασμό ή βιασύνη, ελεύθερα, ήρεμα
     Ο χρόνος κύλησε αβίαστα.
  2. αυθόρμητα, φυσικά, εύκολα
     Η αντίδρασή του ήρθε αβίαστα.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αβίαστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία