Ετυμολογία

επεξεργασία
αβίαστα < αβίαστ(ος) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈvi.a.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βί‐α‐στα

  Επίρρημα

επεξεργασία

αβίαστα (τροπικό επίρρημα)

  1. χωρίς πίεση, καταναγκασμό ή βιασύνη, ελεύθερα, ήρεμα
    ⮡ Ο χρόνος κύλησε αβίαστα.
  2. αυθόρμητα, φυσικά, εύκολα
    ⮡ Η αντίδρασή του ήρθε αβίαστα.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αβίαστοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αβίαστα