αβίαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβίαστος | η | αβίαστη | το | αβίαστο |
γενική | του | αβίαστου | της | αβίαστης | του | αβίαστου |
αιτιατική | τον | αβίαστο | την | αβίαστη | το | αβίαστο |
κλητική | αβίαστε | αβίαστη | αβίαστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβίαστοι | οι | αβίαστες | τα | αβίαστα |
γενική | των | αβίαστων | των | αβίαστων | των | αβίαστων |
αιτιατική | τους | αβίαστους | τις | αβίαστες | τα | αβίαστα |
κλητική | αβίαστοι | αβίαστες | αβίαστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αβίαστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβίαστος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈvi.a.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βί‐α‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααβίαστος, -η, -ο
- αυθόρμητος και ελεύθερος, που γίνεται χωρίς πιέσεις ή αναγκασμούς
- ※ O ήχος της ορχήστρας έρεε αβίαστος, το παίξιμο ήταν εξαίσιο, η σκηνογραφία απλή και συχνά ωραία, το καστ ασύγκριτο, και όμως ερμηνευτικά ήταν αποτυχία.
- Τα πολύμορφα σύμβολα στον «Πάρσιφαλ», Η Καθημερινή, 20 Δεκεμβρίου 2001
- ※ O ήχος της ορχήστρας έρεε αβίαστος, το παίξιμο ήταν εξαίσιο, η σκηνογραφία απλή και συχνά ωραία, το καστ ασύγκριτο, και όμως ερμηνευτικά ήταν αποτυχία.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαεπίσης δείτε
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβίαστος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβίαστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβίαστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)