αβιάστως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβιάστως < αρχαία ελληνική ἀβιάστως. Μορφολογικά αναλύεται σε αβίαστ(ος) + -ως
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.viˈa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βι‐ά‐στως
Επίρρημα
επεξεργασίααβιάστως (τροπικό επίρρημα)
- (λόγιο) άλλη μορφή του αβίαστα
- ※ Στην περίπτωση κατά την οποία δημόσιος υπάλληλος δεν εκπληρώνει την κατά νόμο υποχρέωση αξιολογήσεως των υφισταμένων του συνεπεία της συμμετοχής του, ελευθέρως και αβιάστως, σε απεργία, δεν πληροί την θεσπισθείσα σχετική προϋπόθεση, ασχέτως προς την νομιμότητα ή μη της απεργίας.
- Απόφαση ΣτΕ 711-7/2022: Αξιολόγηση και απεργία δημοσίων υπαλλήλων, μέσω του taxheaven.gr
- ※ Στην περίπτωση κατά την οποία δημόσιος υπάλληλος δεν εκπληρώνει την κατά νόμο υποχρέωση αξιολογήσεως των υφισταμένων του συνεπεία της συμμετοχής του, ελευθέρως και αβιάστως, σε απεργία, δεν πληροί την θεσπισθείσα σχετική προϋπόθεση, ασχέτως προς την νομιμότητα ή μη της απεργίας.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβιάστως
→ δείτε τη λέξη αβίαστα |
Πηγές
επεξεργασία- αβίαστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)