• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

volontaire

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
    • 1.4 Επίθετο
      • 1.4.1 Συγγενικές λέξεις

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

volontaire < voluntaire < λατινική voluntarius

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)
ΔΦΑ : /vɔ.lɔ̃.tɛʁ/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

volontaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • ο εθελοντής, η εθελόντρια

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

volontaire (fr)

  • εθελοντικός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • volontairement
  • volontariat
  • volontarisme
  • volontariste
  • volonté
  • volontiers
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=volontaire&oldid=5393678"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Ιανουαρίου 2022, στις 20:34

Γλώσσες

    • Català
    • Čeština
    • English
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • 한국어
    • Nederlands
    • Norsk
    • Polski
    • Svenska
    • Tiếng Việt
    • Walon
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Ιανουαρίου 2022, στις 20:34.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie