εσπευσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσπευσμένος < αρχαία ελληνική ἐσπευσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπεύδω
Μετοχή
επεξεργασίαεσπευσμένος, -η, -ο
- βιαστικός, με άγχος, με αγωνία, άρον-άρον, με μεγάλη σπουδή
- η εσπευσμένη αναχώρηση