βία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βία | οι | βίες |
γενική | της | βίας | των | βιών |
αιτιατική | τη | βία | τις | βίες |
κλητική | βία | βίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
βία < αρχαία ελληνική βία < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷeih₃w- (ζω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βία θηλυκό
- ενέργεια που προκαλεί καταστροφή
- η βιασύνη