• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

βία

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : βια

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βία οι βίες
      γενική της βίας των βιών
    αιτιατική τη βία τις βίες
     κλητική βία βίες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βία < αρχαία ελληνική βία < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷeih₃w- (ζω)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvi.a/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

βία θηλυκό

  1. ενέργεια που προκαλεί καταστροφή
  2. η βιασύνη

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    βία
  • αγγλικά : violence (en)
  • γαλλικά : violence (fr), hâte (fr), précipitation (fr)
  • γερμανικά : Gewalt (de)
  • ισπανικά : violencia (es)
  • ιταλικά : violenza (it)
  • πολωνικά : gwałtowność (pl), gwałt (pl), przemoc (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βία&oldid=4859065"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 20:56

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 20:56.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie