↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάχρηση οι καταχρήσεις
      γενική της κατάχρησης* των καταχρήσεων
    αιτιατική την κατάχρηση τις καταχρήσεις
     κλητική κατάχρηση καταχρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταχρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάχρηση < κατάχρησις < καταχρώμαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάχρηση θηλυκό

  1. η υπερβολική χρήση
    ο αλκοολικός κάνει κατάχρηση αλκοόλ
    τον έφαγαν οι καταχρήσεις -έπινε, ξενυχτούσε, έτρωγε το καταπέτασμα, κάπνιζε, γενικά ζούσε πολύ άσωτα
    Τον είχα σαν αδελφό μου, αλλά τελικά έκανε κατάχρηση της εμπιστοσύνης μου
    οι ρουσφετολογικοί διορισμοί ουσιαστικά συνιστούν κατάχρηση εξουσίας
  2. ο σφετερισμός χρημάτων άλλων προσώπων ή εταιρειών
    έφαγε οκτώ χρόνια κάθειρξη για την κατάχρηση από το ταμείο της τράπεζας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία