καταχρώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταχρώμαι < καταχράομαι-ῶμαι < κατά + χρῶμαι
Ρήμα
επεξεργασίακαταχρώμαι (αποθετικό ρήμα)
- σφετερίζομαι χρήματα που δεν μου ανήκουν, κάνω οικονομική κατάχρηση
- κάνω υπερβολική χρήση
- Μην καταχράσαι την υπομονή μου