Ετυμολογία

επεξεργασία
καταχρώμαι < καταχράομαι-ῶμαι < κατά + χρῶμαι

καταχρώμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. σφετερίζομαι χρήματα που δεν μου ανήκουν, κάνω οικονομική κατάχρηση
  2. κάνω υπερβολική χρήση
    Μην καταχράσαι την υπομονή μου

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία