Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφετερίζομαι < αρχαία ελληνική σφετερίζομαι < σφέτερος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sfe.teˈɾi.zo.me/

  Ρήμα επεξεργασία

σφετερίζομαι

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία