Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abuse abuses

abuse (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η κατάχρηση, η κακοποίηση, η χρήση κάτι με τρόπο που είναι λάθος ή επιβλαβής
    ⮡  use and abuse - χρήση και κατάχρηση
    ⮡  the abuse of power - η κατάχρηση εξουσίας
    ⮡  There’s abuse of medicine.
    Γίνεται κατάχρηση στα φάρμακα.
    ⮡  What he did was an abuse of my friendship.
    Αυτό που έκανε ήταν κατάχρηση της φιλίας μου.
    ⮡  abuse of the Greek language - η κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας
    ⮡  That trial was an abuse of justice.
    Αυτή η δίκη ήταν κακοποίηση της δικαιοσύνης.
  2. (μη μετρήσιμο, πληθυντικός) η κακοποίηση, άδικη, σκληρή ή βίαιη μεταχείριση κάποιου
    ⮡  The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's shelter.
    Η καλύτερη επιλογή για μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι να επικοινωνήσει με καταφύγιο γυναικών.
  3. (μη μετρήσιμο) οι βρισιές, οι προσβολές
    ⮡  He showered me with abuse.
    Με έλουσε με βρισιές.
    ⮡  I’m not tolerating the abuse.
    Δεν ανέχομαι τις προσβολές.
ενεστώτας abuse
γ΄ ενικό ενεστώτα abuses
αόριστος abused
παθητική μετοχή abused
ενεργητική μετοχή abusing

abuse (en)

  1. κάνω κατάχρηση, κάνω κακή χρήση κάτι ή το να χρησιμοποιώ τόσο πολύ κάτι που βλάπτει την υγεία μου
    ⮡  They abused aspirin.
    Έκαναν κατάχρηση ασπιρίνης.
    ⮡  We abused cigarettes/the drinks.
    Κάναμε κατάχρηση στο τσιγάρο/στο ποτό.
  2. καταχρώμαι, κάνω κατάχρηση, χρησιμοποιώ τη δύναμη ή τη γνώση άδικα ή λανθασμένα
    ⮡  She abused our trust.
    Καταχράστηκε την εμπιστοσύνη μας.
    ⮡  He abused his power.
    Έκανε κατάχρηση της εξουσίας του.
    ⮡  They abused the rights given to them.
    Έκαναν κατάχρηση των δικαιωμάτων που τους δόθηκαν.
  3. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, μεταχειρίζομαι έναν άνθρωπο ή ένα ζώο με σκληρό ή βίαιο τρόπο, ειδικά σεξουαλικά
    ⮡  He abuses his wife.
    Κακομεταχειρίζεται τη γυναίκα του.
    ⮡  They abused the prisoners.
    Κακομεταχειρίστηκαν τους φυλακισμένους.
    ⮡  There is an institute for protecting abused children/women.
    Έχει ίδρυμα προστασίας κακοποιημένων παιδιών/γυναικών.
  4. βρίζω, κάνω αγενή ή προσβλητικά σχόλια σε ή για κάποιον
    ⮡  He verbally abused my father.
    Έβρισε τον πατέρα μου.
  5. καταχρώμαι, κάνω κατάχρηση, κάνω υπερβολική, εγωιστική και κακή χρήση δικαιώματος ή ευνοϊκής μεταχείρισης που μου παρέχεται
    ⮡  He is a man who abuses the kindness of others.
    Είναι άνθρωπος που καταχράται την καλοσύνη των άλλων.
    ⮡  I wouldn't want to abuse your generosity.
    Δεν θα ήθελα να καταχραστώ της γενναιοδωρίας σας.
    ⮡  You abused my leniency and again came unprepared.
    Έκανες κατάχρηση της επιείκειάς μου και ήρθες πάλι αμελέτητος.



  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

abuse (fr)

  • → δείτε τη λέξη abuser