abuse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abuse | abuses |
abuse (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η κατάχρηση, η κακοποίηση, η χρήση κάτι με τρόπο που είναι λάθος ή επιβλαβής
- ⮡ use and abuse - χρήση και κατάχρηση
- ⮡ the abuse of power - η κατάχρηση εξουσίας
- ⮡ There’s abuse of medicine.
- Γίνεται κατάχρηση στα φάρμακα.
- ⮡ What he did was an abuse of my friendship.
- Αυτό που έκανε ήταν κατάχρηση της φιλίας μου.
- ⮡ abuse of the Greek language - η κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας
- ⮡ That trial was an abuse of justice.
- Αυτή η δίκη ήταν κακοποίηση της δικαιοσύνης.
- (μη μετρήσιμο, πληθυντικός) η κακοποίηση, άδικη, σκληρή ή βίαιη μεταχείριση κάποιου
- ⮡ The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's shelter.
- Η καλύτερη επιλογή για μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι να επικοινωνήσει με καταφύγιο γυναικών.
- ⮡ The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's shelter.
- (μη μετρήσιμο) οι βρισιές, οι προσβολές
- ⮡ He showered me with abuse.
- Με έλουσε με βρισιές.
- ⮡ I’m not tolerating the abuse.
- Δεν ανέχομαι τις προσβολές.
- ⮡ He showered me with abuse.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | abuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abuses |
αόριστος | abused |
παθητική μετοχή | abused |
ενεργητική μετοχή | abusing |
abuse (en)
- κάνω κατάχρηση, κάνω κακή χρήση κάτι ή το να χρησιμοποιώ τόσο πολύ κάτι που βλάπτει την υγεία μου
- ⮡ They abused aspirin.
- Έκαναν κατάχρηση ασπιρίνης.
- ⮡ We abused cigarettes/the drinks.
- Κάναμε κατάχρηση στο τσιγάρο/στο ποτό.
- ⮡ They abused aspirin.
- καταχρώμαι, κάνω κατάχρηση, χρησιμοποιώ τη δύναμη ή τη γνώση άδικα ή λανθασμένα
- ⮡ She abused our trust.
- Καταχράστηκε την εμπιστοσύνη μας.
- ⮡ He abused his power.
- Έκανε κατάχρηση της εξουσίας του.
- ⮡ They abused the rights given to them.
- Έκαναν κατάχρηση των δικαιωμάτων που τους δόθηκαν.
- ⮡ She abused our trust.
- κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, μεταχειρίζομαι έναν άνθρωπο ή ένα ζώο με σκληρό ή βίαιο τρόπο, ειδικά σεξουαλικά
- ⮡ He abuses his wife.
- Κακομεταχειρίζεται τη γυναίκα του.
- ⮡ They abused the prisoners.
- Κακομεταχειρίστηκαν τους φυλακισμένους.
- ⮡ There is an institute for protecting abused children/women.
- Έχει ίδρυμα προστασίας κακοποιημένων παιδιών/γυναικών.
- ⮡ He abuses his wife.
- βρίζω, κάνω αγενή ή προσβλητικά σχόλια σε ή για κάποιον
- ⮡ He verbally abused my father.
- Έβρισε τον πατέρα μου.
- ⮡ He verbally abused my father.
- καταχρώμαι, κάνω κατάχρηση, κάνω υπερβολική, εγωιστική και κακή χρήση δικαιώματος ή ευνοϊκής μεταχείρισης που μου παρέχεται
- ⮡ He is a man who abuses the kindness of others.
- Είναι άνθρωπος που καταχράται την καλοσύνη των άλλων.
- ⮡ I wouldn't want to abuse your generosity.
- Δεν θα ήθελα να καταχραστώ της γενναιοδωρίας σας.
- ⮡ You abused my leniency and again came unprepared.
- Έκανες κατάχρηση της επιείκειάς μου και ήρθες πάλι αμελέτητος.
- ⮡ He is a man who abuses the kindness of others.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαabuse (fr)
- → δείτε τη λέξη abuser