κακοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ko.piˈo/
Ρήμα
επεξεργασίακακοποιώ (παθητική φωνή: κακοποιούμαι)
- προκαλώ κακό σε κάποιον και, ειδικότερα, σωματικά
- βιάζω, ασελγώ
- (μεταφορικά) συμπεριφέρομαι χωρίς σεβασμό και με εσφαλμένο τρόπο σε κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία- ακακοποίητα
- ακακοποίητος
- κακοποιημένος
- κακοποίηση
- κακοποιός
- → δείτε τις λέξεις κακός και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακοποιώ | κακοποιούσα | θα κακοποιώ | να κακοποιώ | κακοποιώντας | |
β' ενικ. | κακοποιείς | κακοποιούσες | θα κακοποιείς | να κακοποιείς | (κακοποίει) | |
γ' ενικ. | κακοποιεί | κακοποιούσε | θα κακοποιεί | να κακοποιεί | ||
α' πληθ. | κακοποιούμε | κακοποιούσαμε | θα κακοποιούμε | να κακοποιούμε | ||
β' πληθ. | κακοποιείτε | κακοποιούσατε | θα κακοποιείτε | να κακοποιείτε | κακοποιείτε | |
γ' πληθ. | κακοποιούν(ε) | κακοποιούσαν(ε) | θα κακοποιούν(ε) | να κακοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακοποίησα | θα κακοποιήσω | να κακοποιήσω | κακοποιήσει | ||
β' ενικ. | κακοποίησες | θα κακοποιήσεις | να κακοποιήσεις | κακοποίησε | ||
γ' ενικ. | κακοποίησε | θα κακοποιήσει | να κακοποιήσει | |||
α' πληθ. | κακοποιήσαμε | θα κακοποιήσουμε | να κακοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | κακοποιήσατε | θα κακοποιήσετε | να κακοποιήσετε | κακοποιήστε | ||
γ' πληθ. | κακοποίησαν κακοποιήσαν(ε) |
θα κακοποιήσουν(ε) | να κακοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακοποιήσει | είχα κακοποιήσει | θα έχω κακοποιήσει | να έχω κακοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κακοποιήσει | είχες κακοποιήσει | θα έχεις κακοποιήσει | να έχεις κακοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κακοποιήσει | είχε κακοποιήσει | θα έχει κακοποιήσει | να έχει κακοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακοποιήσει | είχαμε κακοποιήσει | θα έχουμε κακοποιήσει | να έχουμε κακοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κακοποιήσει | είχατε κακοποιήσει | θα έχετε κακοποιήσει | να έχετε κακοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κακοποιήσει | είχαν κακοποιήσει | θα έχουν κακοποιήσει | να έχουν κακοποιήσει |
|
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοποιώ