κακοποιός
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Το ΛΚΝ δείνει -ά / -ός θηλυκό και μάλιστα ως πρώτο τύπο, αλλά ας βρεθεί ένα παράθεμα. Το ΑΛΝΕ δεν έχει -α θηλυκό ‑‑Sarri.greek ♫ | 13:45, 4 Ιανουαρίου 2022 (UTC) |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακοποιός. Συγχρονικά αναλύεται σε κακο- + -ποιός
Επίθετο
επεξεργασίακακοποιός, -ός\-ά, -ό
- που προξενεί κακό, εγκληματικός
- ⮡ οι κακοποιές δυνάμεις, τα κακοποιά στοιχεία, τα κακοποιά πνεύματα
Συγγενικά
επεξεργασία- ακακοποίητα
- ακακοποίητος
- κακοποίηση
- κακοποιητικός
- κακοποιώ
- → δείτε τις λέξεις κακοποιώ, κακός και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακακοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- ο κακούργος, ο εγκληματίας, ο απατεώνας, αυτός που διαπράττει εγκλήματα
- ⮡ οι γυναίκες κακοποιοί, οι σπείρες κακοποιών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κακοποιός
Πηγές
επεξεργασία- κακοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κακοποιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κακοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.