ακακοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ka.koˈpi.i.tos/
Επίθετο
επεξεργασία
ακακοποίητος, -η, -ο
- που δεν έχει κακοποιηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακακοποίητα
- → δείτε τις λέξεις κακοποιώ, κακός και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακακοποίητος