Ετυμολογία

επεξεργασία
κακοποιέω < κακός + ποιέω / ποιῶ

κακοποιέω (παθητική φωνή: κακοποιέομαι)

  1. κάνω κακό
  2. καταστρέφω
  3. βλάπτω

Άλλες μορφές

επεξεργασία