Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοποιέω < κακός + ποιέω / ποιῶ

  Ρήμα επεξεργασία

κακοποιέω (παθητική φωνή: κακοποιέομαι)

  1. κάνω κακό
  2. καταστρέφω
  3. βλάπτω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία