βλάπτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλάπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλάπτω
Ρήμα επεξεργασία
βλάπτω, αόρ.: έβλαψα, παθ.φωνή: βλάπτομαι, π.αόρ.: βλάφτηκα, μτχ.π.π.: βλαμμένος
- προκαλώ σωματική ή ψυχολογική ζημιά σε κάποιον
- ↪ Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, η τηλεόραση βλάπτει τα μικρά παιδιά, αυξάνοντας την πιθανότητα να αντιμετωπίσουν προβλήματα συγκέντρωσης.
- αλλάζω προς το χειρότερο την κατάσταση κάποιου πράγματος
- ↪ το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία
- προξενώ κακό, αδικώ κάποιον
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
θέμα βλαπ-
- βλαμμένος
- βλαπτικά
- βλαπτικός
- βλαπτικότητα
- παραβλάπτω
- → δείτε και τη λέξη βλάφτω για το θέμα βλάφτ- (δημοτική)
- → δείτε και τη λέξη βλάβη για το θέμα βλαβ-
Μεταφράσεις επεξεργασία
βλάπτω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλάπτω < *βλαπ-jω < θέμα βλαπ- που συυνδέεται και με το θέμα βλαβ- όπως στο βλάβη
- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mel. Κατ' άλλη άποψη ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα επεξεργασία
βλάπτω
- (στον Όμηρο) παρεμποδίζω, κόβω το δρόμο
- κάνω κάτι ή κάποιον ανίκανο και ειδικότερα τα πόδια αλόγου
- (μεθομηρικά) καταστρέφω, φθείρω, → δείτε το νεοελληνικό βλάπτω
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- βλάπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βλάπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.