Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βλαπτικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βλαπτικότητ
α
οι
βλαπτικότητ
ες
γενική
της
βλαπτικότητ
ας
των
βλαπτικοτήτ
ων
αιτιατική
τη
βλαπτικότητ
α
τις
βλαπτικότητ
ες
κλητική
βλαπτικότητ
α
βλαπτικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βλαπτικότητα
<
βλαπτικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βλαπτικότητα
θηλυκό
η ικανότητα του να
βλάπτει
κάποιος
Συγγενικά
επεξεργασία
βλαπτικά
βλαπτικός
βλαπτικώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βλαπτικότητα
γαλλικά
:
nocivité
(fr)