nocivité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- nocivité < nocif
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /nɔ.si.vi.te/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
nocivité | nocivités |
nocivité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
nocivité | nocivités |
nocivité (fr) θηλυκό