Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βλαβερότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βλαβερότητ
α
οι
βλαβερότητ
ες
γενική
της
βλαβερότητ
ας
των
βλαβεροτήτ
ων
αιτιατική
τη
βλαβερότητ
α
τις
βλαβερότητ
ες
κλητική
βλαβερότητ
α
βλαβερότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βλαβερότητα
<
βλαβερός
+
-ότητα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
vla.veˈɾo.ti.ta
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βλαβερότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
βλαβερού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βλαβερότητα
γαλλικά
:
malignité
(fr)
,
nocivité
(fr)