innocence
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- η αθωότητα, έλλειψη ενοχής
- η αθωότητα, αγνότητα ή έλλειψη κακίας
- ↪ a childlike innocence - παιδική αθωότητα
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
innocence (fr) θηλυκό
- η αθωότητα