Δείτε επίσης: δέ, -δε

  Ετυμολογία

επεξεργασία
1. δε < (αποφατικό μόριο) κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική δεν (< αρχαία ελληνική οὐδέν)
2. δε < (σύνδεσμος) λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική δέ

δε

  • το δεν, με αποβολή του τελικού ν, όταν προηγείται λέξη που αρχίζει από εξακολουθητικό σύμφωνο
    ⮡  δε θέλω, δε σε βρίζω

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

δε (λόγιο)

  1. χρησιμοποιείται για να δηλώσει αντίθεση μεταξύ δυο όρων ή προτάσεων ίσης σημασίας ή βάρους
    ⮡  Από τα δυο αδέλφια ο μεν Γιώργος είναι κοινωνικός, η δε Άννα μοναχική.
    ⮡  Όλα τα παιδιά είναι καταπληκτικοί ποδοσφαιριστές. Ο δε Νίκος είναι εξαιρετικός και στο στίβο.
  2. ως μεταβατικός σύνδεσμος, με τη σημασία του επιπλέον
    ⮡  Η δε Μαρία, την κοίταζε με ιδιαίτερη προσοχή.
  3. με άρθρο, ως ουσιαστικό, στη θέση καθενός από δυο σύνολα πραγμάτων ή ομάδες προσώπων, που διαφοροποιούνται με βάση ένα κριτήριο
    ⮡  Οι μεν έπαιζαν χαρτιά, οι δε κουτσομπόλευαν στο σαλόνι.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία