δέ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδέ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *de
Μόριο
επεξεργασίαδέ (ως αντιθετικός σύνδεσμος)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Λειτουργεί ως αντιθετικός σύνδεσμος μαζί με άλλα μόρια ή και μόνο του, πολύ συχνά σε αντιδαστολή ή σε αντιστοιχία προς το μέν
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δέ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δέ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.