Δείτε επίσης: δέ, δε

  Ετυμολογία

επεξεργασία

-δε < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *de. Συγγενική η μυκηναϊκή 𐀆 (de)

  Επίθημα

επεξεργασία

-δε (εγκλιτικό)

  1. (συνήθως: αιτιατική + -δε) προς, δηλωτικό κατεύθυνσης προς τόπο
    άλλες μορφές: -ζε
    Μέγαρα > Μεγαράδε
    ‎Ἀθῆναι > αιτιατική Ἀθήνας + -δε > Ἀθήναζε (σδε > ζε)
    Ὄλυμπος > Ὄλυμπόνδε
    Αἴγυπτoς > Αἴγυπτόνδε
    ἐνθάδε
  2. επίθημα δεικτικών αντωνυμιών
    > ‎ὅδε
    ἡμέτερόνδε

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία