ὅδε
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὅδε < άρθρο ὁ + εγκλιτικό επίθημα -δε
Αντωνυμία
επεξεργασίαὅδε, ἥδε, τόδε
- (δεικτική αντωνυμία) αυτός, αυτός εδώ
Κλίση
επεξεργασίαη δεικτική αντωνυμία «ὅδε» | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Σημειώνεται η προσωδία στο α εκεί που είναι μακρό. | |||||||||
ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | |||||||
↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | θηλυκό (σπάνια) | |
ονομαστική | ὅδε | ἥδε | τόδε | οἵδε | αἵδε | τάδε | τώδε | (ᾱ) τάδε | |
γενική | τοῦδε | τῆσδε | τοῦδε | τῶνδε | τοῖνδε | ταῖνδε | |||
δοτική | τῷδε | τῇδε | τῷδε | τοῖσδε | ταῖσδε | τοῖσδε | τοῖνδε | ταῖνδε | |
αιτιατική | τόνδε | τήνδε | τόδε | τούσδε | τάσδε (ᾱ) | τάδε | τώδε | (ᾱ) τάδε | |
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες |
Πηγές
επεξεργασία- ὅδε - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὅδε - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.