μή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμή < συγγενές του μά και του μέν
Επίρρημα
επεξεργασίαμή ( & μά)
- αρνητικό μόριο που λειτουργεί ως επίρρημα και σύνδεσμος και που που εμπεριέχει την έννοια της βούλησης, επιθυμίας ή φόβου του υποκειμένου
- μὴ κάμνε λίαν δαπάναις : μην ξοδεύεις πολλά
Σύνδεσμος
επεξεργασίαμή
- με άλλα μόρια, άλλα επιρρήματα και άλλους συνδέσμους αλλά και μόνο του συνδέει προτάσεις ως σύνδεσμος άλλοτε συμπλεκτικός και άλλοτε ενδοιαστικός (δισταγμός) ή παραχωρητικός, συχνά προσδίδοντας την έννοια της αποτροπής ή του φόβου (μη τυχόν, μήπως και)
- μὴ γάρ: ασφαλώς και όχι, βεβαίως και όχι
- μὴ δή, μὴ δῆτα: μήπως, όχι λοιπόν, μη λοιπόν
- μη-δέ, μηδέ: ούτε, μήτε, και δεν, αλλά δεν... (αποφατικός σύνδεσμος)
- μὴ ὅπως και μὴ ὅτι
- μὴ οὐ
- μὴ ἀλλά: όχι μόνον, αλλά... | όχι δά
- μή ποτε και μήποτε
- μή που και μήπου
- μή πω και μήπω
- μὴ πώποτε ποτέ μέχρι τώρα
- μή πως και μήπως: μήπως, μήπως κατά τύχη και..., μη με κάποιο τρόπο...
- μήτε-μήτε: ούτε
- μή τοι και μήτοι: πιο εμφατικό από το μη μόνο του, με κανένα τρόπο, επ' ουδενί λόγω
Σύνθετα
επεξεργασία- μηδαμός, (κανείς) μηδαμοῦ (:πουθενά, σε κανένα μέρος) μηδαμῶς (:ουδόλως, ουδαμώς)
- μηδαμόσε, μηδαμοῖ (:προς πουθενά, προς ουδέν μέρος)
- μηδαμόθεν (:από πουθενά), μηδαμόθι (:πουθενά)
- μηδαμῇ και μηδαμά (:κατ' ουδένα τρόπο, με τίποτα!)
- μηδέ,μηδέποτε (:ούτε μία φορά, ποτέ, ουδέποτε) μηδέπω (όχι ακόμα)
- μηδείς, μηδεμία, μηδέν, (:κανένας αλλά και μηδαμινός) μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (:ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας απ' τους δυό)
- μηδέν ως επίρρημα: (καθόλου)
- μήπως, μήπω, μήποτε
- μήτοι (:επ' ουδενί)