↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπλεκτικός η συμπλεκτική το συμπλεκτικό
      γενική του συμπλεκτικού της συμπλεκτικής του συμπλεκτικού
    αιτιατική τον συμπλεκτικό τη συμπλεκτική το συμπλεκτικό
     κλητική συμπλεκτικέ συμπλεκτική συμπλεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπλεκτικοί οι συμπλεκτικές τα συμπλεκτικά
      γενική των συμπλεκτικών των συμπλεκτικών των συμπλεκτικών
    αιτιατική τους συμπλεκτικούς τις συμπλεκτικές τα συμπλεκτικά
     κλητική συμπλεκτικοί συμπλεκτικές συμπλεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπλεκτικός < ελληνιστική κοινή συμπλεκτικός (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική συμπλεκτικός < συμπλέκω < σύν + πλέκω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sim.ble.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπλε‐κτι‐κός
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐πλε‐κτι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

συμπλεκτικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που συμπλέκει, που συνδέει πράγματα το ένα με το άλλο
  2. (γραμματική) σύνδεσμος που συνδέει όμοιους όρους ή προτάσεις μεταξύ τους

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία