συμπλεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συμπλεκτικός < ελληνιστική κοινή συμπλεκτικός (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική συμπλεκτικός < συμπλέκω < σύν + πλέκω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sim.ble.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπλε‐κτι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πλε‐κτι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
συμπλεκτικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που συμπλέκει, που συνδέει πράγματα το ένα με το άλλο
- (γραμματική) σύνδεσμος που συνδέει όμοιους όρους ή προτάσεις μεταξύ τους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- συμπλεκτικά
- συμπλεκτικώς
- → δείτε τις λέξεις συμπλέκω και πλέκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμπλεκτικός
|