όρους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαόρους αρσενικό
- αιτιατική πληθυντικού του όρος
- θα συζητήσουμε τους όρους του συμβολαίου
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαόρους ουδέτερο
όρους αρσενικό
όρους ουδέτερο