συμπλέκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συμπλέκω < αρχαία ελληνική συμπλέκω < σύν + πλέκω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /simˈble.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπλέ‐κω
Ρήμα
επεξεργασία
συμπλέκω (παθητική φωνή: συμπλέκομαι)