• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συμπλέκω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Κλίση
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπλέκω < αρχαία ελληνική συμπλέκω < σύν + πλέκω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /simˈble.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπλέ‐κω

Ρήμα

επεξεργασία

συμπλέκω (παθητική φωνή: συμπλέκομαι)

  • συνδέω μαζί, συνενώνω, αλληλοεξαρτώ, δημιουργώ σύμπλεγμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αλληλοσυμπλεκόμενος
  • αποσυμπλέκτης
  • αποσύμπλεξη
  • αποσυμπλέκω
  • ασύμπλεκτος
  • συμπεπλεγμένος
  • σύμπλεγμα
  • συμπλεγματικά
  • συμπλεγματικός
  • συμπλεγματισμός
  • συμπλεγμένος
  • συμπλεκόμενος
  • συμπλέκτης
  • συμπλεκτικά
  • συμπλεκτικός
  • σύμπλεξη
  • συμπλοκή
  • → δείτε τις λέξεις συν και πλέκω

Κλίση

επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    συμπλέκω
  • αγγλικά : entwine (en), intertwine (en)
  • γαλλικά : assembler (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συμπλέκω&oldid=7016684"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Φεβρουαρίου 2025, στις 20:28

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Φεβρουαρίου 2025, στις 20:28.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας