παραχωρητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παραχωρητικός < ελληνιστική κοινή παραχωρητικός < αρχαία ελληνική παραχωρέω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική concessivus)
Επίθετο
επεξεργασία
παραχωρητικός
- που έχει σχέση με παραχώρηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- υποχωρητικός, ενδοτικός
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- παραχωρητικές προτάσεις: (γραμματική) που δηλώνουν παραχώρηση
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραχωρητικός
|