Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραχωρητικός η παραχωρητική το παραχωρητικό
      γενική του παραχωρητικού της παραχωρητικής του παραχωρητικού
    αιτιατική τον παραχωρητικό την παραχωρητική το παραχωρητικό
     κλητική παραχωρητικέ παραχωρητική παραχωρητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραχωρητικοί οι παραχωρητικές τα παραχωρητικά
      γενική των παραχωρητικών των παραχωρητικών των παραχωρητικών
    αιτιατική τους παραχωρητικούς τις παραχωρητικές τα παραχωρητικά
     κλητική παραχωρητικοί παραχωρητικές παραχωρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραχωρητικός < ελληνιστική κοινή παραχωρητικός < αρχαία ελληνική παραχωρέω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική concessivus)

  Επίθετο επεξεργασία

παραχωρητικός

  1. που έχει σχέση με παραχώρηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. υποχωρητικός, ενδοτικός

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία