παραχωρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπαραχωρέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπαραχωρέω, συνηρημένο παραχωρῶ
- πηγαίνω προς τα πλάγια, παραμερίζω
- δίνω το χώρο ή τη θέση σε κάποιον πηγαίνοντας πλάγια, δίπλα
- χορηγώ
- (σε πωλήσεις) παραδίνω