παραμερίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραμερίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παραμερίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.meˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐με‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπαραμερίζω, αόρ.: παραμέρισα, παθ.φωνή: παραμερίζομαι, π.αόρ.: παραμερίστηκα, μτχ.π.π.: παραμερισμένος
- (μεταβατικό)
- βάζω κάτι στην άκρη, στο πλάι, παράμερα
- (μεταφορικά) αποδέχομαι κάτι ως ασήμαντο και το παραβλέπω
- (κατ’ επέκταση) υποσκελίζω, παραγκωνίζω
- (αμετάβατο) πηγαίνω ο ίδιος στην άκρη, στο πλάι
Συγγενικά
επεξεργασία- απαραμέριστος
- παραμερίσιμος
- παραμέρισμα
- παραμερισμένος
- παραμερισμός
- παραμεριστέος
- παραμεριστικός
- → δείτε τις λέξεις παρά και μέρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραμερίζω | παραμέριζα | θα παραμερίζω | να παραμερίζω | παραμερίζοντας | |
β' ενικ. | παραμερίζεις | παραμέριζες | θα παραμερίζεις | να παραμερίζεις | παραμέριζε | |
γ' ενικ. | παραμερίζει | παραμέριζε | θα παραμερίζει | να παραμερίζει | ||
α' πληθ. | παραμερίζουμε | παραμερίζαμε | θα παραμερίζουμε | να παραμερίζουμε | ||
β' πληθ. | παραμερίζετε | παραμερίζατε | θα παραμερίζετε | να παραμερίζετε | παραμερίζετε | |
γ' πληθ. | παραμερίζουν(ε) | παραμέριζαν παραμερίζαν(ε) |
θα παραμερίζουν(ε) | να παραμερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραμέρισα | θα παραμερίσω | να παραμερίσω | παραμερίσει | ||
β' ενικ. | παραμέρισες | θα παραμερίσεις | να παραμερίσεις | παραμέρισε | ||
γ' ενικ. | παραμέρισε | θα παραμερίσει | να παραμερίσει | |||
α' πληθ. | παραμερίσαμε | θα παραμερίσουμε | να παραμερίσουμε | |||
β' πληθ. | παραμερίσατε | θα παραμερίσετε | να παραμερίσετε | παραμερίστε | ||
γ' πληθ. | παραμέρισαν παραμερίσαν(ε) |
θα παραμερίσουν(ε) | να παραμερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραμερίσει | είχα παραμερίσει | θα έχω παραμερίσει | να έχω παραμερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραμερίσει | είχες παραμερίσει | θα έχεις παραμερίσει | να έχεις παραμερίσει | έχε παραμερισμένο | |
γ' ενικ. | έχει παραμερίσει | είχε παραμερίσει | θα έχει παραμερίσει | να έχει παραμερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραμερίσει | είχαμε παραμερίσει | θα έχουμε παραμερίσει | να έχουμε παραμερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραμερίσει | είχατε παραμερίσει | θα έχετε παραμερίσει | να έχετε παραμερίσει | έχετε παραμερισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παραμερίσει | είχαν παραμερίσει | θα έχουν παραμερίσει | να έχουν παραμερίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραμερισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραμερισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραμερισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραμερισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραμερίζομαι | παραμεριζόμουν(α) | θα παραμερίζομαι | να παραμερίζομαι | ||
β' ενικ. | παραμερίζεσαι | παραμεριζόσουν(α) | θα παραμερίζεσαι | να παραμερίζεσαι | ||
γ' ενικ. | παραμερίζεται | παραμεριζόταν(ε) | θα παραμερίζεται | να παραμερίζεται | ||
α' πληθ. | παραμεριζόμαστε | παραμεριζόμαστε παραμεριζόμασταν |
θα παραμεριζόμαστε | να παραμεριζόμαστε | ||
β' πληθ. | παραμερίζεστε | παραμεριζόσαστε παραμεριζόσασταν |
θα παραμερίζεστε | να παραμερίζεστε | (παραμερίζεστε) | |
γ' πληθ. | παραμερίζονται | παραμερίζονταν παραμεριζόντουσαν |
θα παραμερίζονται | να παραμερίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραμερίστηκα | θα παραμεριστώ | να παραμεριστώ | παραμεριστεί | ||
β' ενικ. | παραμερίστηκες | θα παραμεριστείς | να παραμεριστείς | παραμερίσου | ||
γ' ενικ. | παραμερίστηκε | θα παραμεριστεί | να παραμεριστεί | |||
α' πληθ. | παραμεριστήκαμε | θα παραμεριστούμε | να παραμεριστούμε | |||
β' πληθ. | παραμεριστήκατε | θα παραμεριστείτε | να παραμεριστείτε | παραμεριστείτε | ||
γ' πληθ. | παραμερίστηκαν παραμεριστήκαν(ε) |
θα παραμεριστούν(ε) | να παραμεριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παραμεριστεί | είχα παραμεριστεί | θα έχω παραμεριστεί | να έχω παραμεριστεί | παραμερισμένος | |
β' ενικ. | έχεις παραμεριστεί | είχες παραμεριστεί | θα έχεις παραμεριστεί | να έχεις παραμεριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραμεριστεί | είχε παραμεριστεί | θα έχει παραμεριστεί | να έχει παραμεριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραμεριστεί | είχαμε παραμεριστεί | θα έχουμε παραμεριστεί | να έχουμε παραμεριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραμεριστεί | είχατε παραμεριστεί | θα έχετε παραμεριστεί | να έχετε παραμεριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραμεριστεί | είχαν παραμεριστεί | θα έχουν παραμεριστεί | να έχουν παραμεριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παραμερισμένος - είμαστε, είστε, είναι παραμερισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παραμερισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παραμερισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παραμερισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παραμερισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παραμερισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παραμερισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραμερίζω < παραμέρ(α) (επίρρημα) + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίαπαραμερίζω
- (μεταβατικό)
- τοποθετώ παράμερα
- (μεταφορικά) απομακρύνω, αφήνω στην άκρη
- αποφεύγω (π.χ. κίνδυνο)
- περιφρονώ
- (αμετάβατο)
- τραβιέμαι στην άκρη, απομακρύνομαι
- υποχωρώ, αποσύρομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι
επεξεργασία- ἐπαραμέριζεν
- ἐπαραμέρισαν, παραμέρισαν
- ἐπαραμέρισε, ἐπαραμέρισεν
- παραμέρισε (προστακτική)
- παραμερίσω
- παραμερίσεις
- παραμερίσουσιν
Πηγές
επεξεργασία- σελ.106] - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.