Δείτε επίσης: παραμεριάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.meˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραμερίζω

παραμερίζω, αόρ.: παραμέρισα, παθ.φωνή: παραμερίζομαι, π.αόρ.: παραμερίστηκα, μτχ.π.π.: παραμερισμένος

  1. (μεταβατικό)
    1. βάζω κάτι στην άκρη, στο πλάι, παράμερα
    2. (μεταφορικά) αποδέχομαι κάτι ως ασήμαντο και το παραβλέπω
    3. (κατ’ επέκταση) υποσκελίζω, παραγκωνίζω
  2. (αμετάβατο) πηγαίνω ο ίδιος στην άκρη, στο πλάι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
παραμερίζω < παραμέρ(α) (επίρρημα) + -ίζω

παραμερίζω

  1. (μεταβατικό)
    1. τοποθετώ παράμερα
    2. (μεταφορικά) απομακρύνω, αφήνω στην άκρη
    3. αποφεύγω (π.χ. κίνδυνο)
    4. περιφρονώ
  2. (αμετάβατο)
    1. τραβιέμαι στην άκρη, απομακρύνομαι
    2. υποχωρώ, αποσύρομαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία