υποσκελίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποσκελίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποσκελίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.skeˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐σκε‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαυποσκελίζω (παθητική φωνή: υποσκελίζομαι)
- παίρνω τη θέση κάποιου με αθέμιτα μέσα
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) επικαλύπτω μέθοδο
Συγγενικά
επεξεργασία- υποσκέλιση
- υποσκελισμένος
- υποσκελισμός
- → δείτε τις λέξεις υπό και σκέλος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποσκελίζω | υποσκέλιζα | θα υποσκελίζω | να υποσκελίζω | υποσκελίζοντας | |
β' ενικ. | υποσκελίζεις | υποσκέλιζες | θα υποσκελίζεις | να υποσκελίζεις | υποσκέλιζε | |
γ' ενικ. | υποσκελίζει | υποσκέλιζε | θα υποσκελίζει | να υποσκελίζει | ||
α' πληθ. | υποσκελίζουμε | υποσκελίζαμε | θα υποσκελίζουμε | να υποσκελίζουμε | ||
β' πληθ. | υποσκελίζετε | υποσκελίζατε | θα υποσκελίζετε | να υποσκελίζετε | υποσκελίζετε | |
γ' πληθ. | υποσκελίζουν(ε) | υποσκέλιζαν υποσκελίζαν(ε) |
θα υποσκελίζουν(ε) | να υποσκελίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποσκέλισα | θα υποσκελίσω | να υποσκελίσω | υποσκελίσει | ||
β' ενικ. | υποσκέλισες | θα υποσκελίσεις | να υποσκελίσεις | υποσκέλισε | ||
γ' ενικ. | υποσκέλισε | θα υποσκελίσει | να υποσκελίσει | |||
α' πληθ. | υποσκελίσαμε | θα υποσκελίσουμε | να υποσκελίσουμε | |||
β' πληθ. | υποσκελίσατε | θα υποσκελίσετε | να υποσκελίσετε | υποσκελίστε | ||
γ' πληθ. | υποσκέλισαν υποσκελίσαν(ε) |
θα υποσκελίσουν(ε) | να υποσκελίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποσκελίσει | είχα υποσκελίσει | θα έχω υποσκελίσει | να έχω υποσκελίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποσκελίσει | είχες υποσκελίσει | θα έχεις υποσκελίσει | να έχεις υποσκελίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποσκελίσει | είχε υποσκελίσει | θα έχει υποσκελίσει | να έχει υποσκελίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποσκελίσει | είχαμε υποσκελίσει | θα έχουμε υποσκελίσει | να έχουμε υποσκελίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποσκελίσει | είχατε υποσκελίσει | θα έχετε υποσκελίσει | να έχετε υποσκελίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποσκελίσει | είχαν υποσκελίσει | θα έχουν υποσκελίσει | να έχουν υποσκελίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ υποσκελίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας