ὑποσκελίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαὑποσκελίζω
- ρίχνω κάτω, βάζω τρικλοποδιά σε κάποιον
- (μεταφορικά) υπονομεύω, εξαπατώ
- (στην παθητική φωνή) πέφτω κάτω
Συγγενικά
επεξεργασία- ὑποσκέλισμα
- ὑποσκελισμός
- → και δείτε τις λέξεις ὑπό και σκελίζω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑποσκελίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑποσκελίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.