Δείτε επίσης: υποσκελίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑποσκελίζω < ὑπο- + σκελίζω

ὑποσκελίζω

  1. ρίχνω κάτω, βάζω τρικλοποδιά σε κάποιον
  2. (μεταφορικά) υπονομεύω, εξαπατώ
  3. (στην παθητική φωνή) πέφτω κάτω

Συγγενικά

επεξεργασία