κάτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κάτω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάτω < κατά
Προφορά
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
κάτω
- χαμηλότερα, σε χαμηλότερο σημείο ή επίπεδο
- στο έδαφος, στο πάτωμα
- (ποσοτικό) λιγότερο από
- κανείς δεν εισάγεται στα ΑΕΙ με βαθμό κάτω του 10
- κάτω από: σε σημείο που υπερκαλύπτεται από μια επιφάνεια
- κάτω από: (ποσοτικό) λιγότερο από
- η θερμοκρασία έπεσε κάτω από το μηδέν
- κάτω από: (ποσοτικό) λιγότερο από
Επίθετο
επεξεργασία
κάτω άκλιτο
- που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο
- ο κάτω όροφος
- που βρίσκεται πιο κοντά στη θάλασσα
- το κάτω ποτάμι
Εκφράσεις
επεξεργασία- βάζω κάτω : νικώ, ρίχνω
- κάνω / φέρνω κάποιον άνω κάτω: αναστατώνω κάποιον
- κάτω άκρα: τα πόδια
- κάτω τα χέρια (από)... : μην ακουμπάς (κάτι)
- ο κάτω κόσμος : ο Άδης
- πάνω κάτω: (ποσοτικό) περίπου
- πιο κάτω: λίγο πιο πέρα
- στο κάτω κάτω : σε τελευταία περίπτωση, τελικά
- στο κάτω κάτω της γραφής : σε τελευταία περίπτωση, τελικά
- το βάζω κάτω : παραιτούμαι, υποκύπτω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Επιφώνημα
επεξεργασία
κάτω
- εκφράζει την αποδοκιμασία
- Κάτω οι κλέφτες!